- κακόφωνος
- η , ο [ος , ον ] неблагозвучный; какофонический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακόφωνος — ill sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόφωνος — η, ο (AM κακόφωνος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή 2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον η κακοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κακόφωνος — η, ο αυτός που έχει κακή φωνή: Δεν κάνεις για τραγουδιστής, γιατί είσαι κακόφωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοφωνότερον — κακόφωνος ill sounding adverbial comp κακόφωνος ill sounding masc acc comp sg κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφωνοτάτων — κακόφωνος ill sounding fem gen superl pl κακόφωνος ill sounding masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφώνως — κακόφωνος ill sounding adverbial κακόφωνος ill sounding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόφωνον — κακόφωνος ill sounding masc/fem acc sg κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφωνότερα — κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφωνότεροι — κακόφωνος ill sounding masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφώνοις — κακόφωνος ill sounding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφώνου — κακόφωνος ill sounding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)